ταραγμός

ταραγμός
ταραγ-μός, ,
A disturbance, disquietude,

τ. ἐς φρένας πίτνει A.Ch.1056

;

τ. ἐμπέπτωκέ μοι E.Hec.857

, cf. Id.Oen.p.39A.;

ἐς ταραγμὸν ἥκειν Id.HF533

;

τ. εἰσῆλθεν πόλιν Id.Ph.196

, cf. IT572: pl., παιδοκτόνους φρενῶν τ. Id.HF836.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταραγμός — disturbance masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραγμός — ο, ΝΑ [ταράσσω] ψυχική ταραχή, ψυχική αναστάτωση («ἐκ τῶνδέ τοι ταραγμὸς ἐς φρένας πίτνει», Αισχύλ.) νεοελλ. ανακίνηση, ανακάτεμα …   Dictionary of Greek

  • ταραγμός — ο τάραγμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταραγμοῦ — ταραγμός disturbance masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραγμούς — ταραγμός disturbance masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραγμῷ — ταραγμός disturbance masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραγμόν — ταραγμός disturbance masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”